- ποικιλότροπος
- -η, -ο / ποικιλότροπος, -ον, ΝΜΑαυτός που υπάρχει ή εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπουςαρχ.μτφ. εύστροφος, πανούργος.επίρρ...ποικιλοτρόπως ΝΜ, ποικιλότροπα Νμε πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. πολύ-τροπος].
Dictionary of Greek. 2013.